- μύστης
- ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, -ιδος)αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντηςνεοελλ.άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνημσν.1. έμπιστο πρόσωπο, μυστικοσύμβουλος2. (κατ' επέκτ.) οπαδός, μαθητής(αρχ) (και ως επίθ.) α) προσωνυμία μερικών θεών και θεαινών, όπως τού Διονύσου, τού Απόλλωνος και τής Δήμητροςβ) μυστικός, μυστηριακού χαρακτήρα («μύσταισι χοροῑς, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύστης παράγεται από το θ. μυ- τού μύω, με παρέκταση -σ- (πρβλ. θύω: θύστης). Η λ. θεωρείται για τη μυστηριακή λατρεία αντίθετη τού επόπτης και σημαίνει αυτόν που κλείνει τα μάτια, σημ. που είναι κάπως ανεξήγητη. Πιθ. η λ. να σήμαινε αυτόν που κλείνει τα μάτια και τα αφτιά με την έννοια ότι δεν θα επαναλάβει, δεν θα αποκαλύψει ό,τι είδε και άκουσε στον χώρο που τελείται η μυστηριακή λατρεία. Η λ., πάντως, είχε αυτή τη διφορούμενη σημ. που αρμόζει σε λ. σχετικές με μυστήρια και μυστηριακές λατρείες].
Dictionary of Greek. 2013.